- ὠπίζετο
- ὀπίζομαιregard with awe and dreadimperf ind mp 3rd sgὀπίζωextract juice fromimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠπίζετ' — ὠπίζετο , ὀπίζομαι regard with awe and dread imperf ind mp 3rd sg ὠπίζετο , ὀπίζω extract juice from imperf ind mp 3rd sg ὠπίζετε , ὀπίζω extract juice from imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… … Dictionary of Greek